- συμπορεύεται
- συμπορεύομαιcomepres ind mp 3rd sgσυμπορεύομαιcomepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
ομοπόρευτος — ὁμοπόρευτος, ον (Α) αυτός που συμπορεύεται, που βαδίζει μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πορεύομαι] … Dictionary of Greek
ομοστιχής — ὁμοστιχής, ές (Α) αυτός που βαδίζει μαζί με κάποιον, αυτός που συνοδεύει, που συμπορεύεται με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στιχής (< θ. στιχ τού στείχω), πρβλ. δι στιχής] … Dictionary of Greek
ομόστολος — (I) ὁμόστολος, ον (Α) 1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης 2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό στολος]. (II) ὁμόστολος … Dictionary of Greek
οπαδός — ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός) αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος νεοελλ. αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης αρχ. 1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ ὀπαδοὺς τούσδε καὶ… … Dictionary of Greek
συμπορεύομαι — ΝΜΑ [πορεύομαι] 1. πορεύομαι μαζί με άλλον, συνοδοιπορώ («καὶ συμπορεύσονται πάλιν οἱ ὄχλοι πρὸς αύτόν», ΚΔ) 2. μτφ. συνεργάζομαι με κάποιον («το κόμμα του συμπορεύεται με το κυβερνητικό κόμμα») αρχ. συνουσιάζομαι … Dictionary of Greek
συμπόρευση — συμπόρευσις, εύσεως, ἡ, ΝΜ [συμπορεύομαι] το να ακολουθεί κανείς την ίδια πορεία, να συμπορεύεται με άλλον … Dictionary of Greek
συνέκδρομος — ον, Μ αυτός που συμπορεύεται ή φθάνει σε ένα σημείο μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔκδρομος «αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας»] … Dictionary of Greek
συνοδοιπόρος — ο, ΝΜΑ σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ. β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek